- αλετροπόδα
- η , αλετροπόδι τό1) лемех; 2) (А.) астр. Орион
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλετροπόδα — η 1. το μέρος του αλετριού πάνω στο οποίο πατώντας ο γεωργός πιέζει το υνί για να χωθεί στο χώμα: Καλά καλά δεν ήξερε να πατήσει την αλετροπόδα. 2. ο αστερισμός του Ωρίωνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χερουλάς — χερουλάς, ο και χερουλάτης, ο η χειρολαβή του αρότρου: Ο χερουλάτης έφαγε τ άχαρα δάχτυλά μου και στην αλετροπόδα μου λιώσαν τα ήπατά μου (Αρ. Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)